- λαμποβολώ
- αμτβ., ακτινοβολώ, λάμπω έντονα: Άστραψε και λαμποβόλησαν τα βουνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.